- εντεροκονίαση
- ηνόσος που προκαλείται από την είσοδο στον πεπτικό σωλήνα σκόνης άνθρακα, μετάλλων κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εντεροκονίαση — η (ιατρ.), αρρώστια που οφείλεται στην είσοδο μορίων σκόνης άνθρακα, μετάλλων κτλ. στον εντερικό σωλήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)